εκφορτώνω

εκφορτώνω
εκφόρτωσα, εκφορτώθηκα, εκφορτωμένος, βλ. ξεφορτώνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκφορτώνω — και ξεφορτώνω και εκφορτώ ( όω) (Μ ἐκφορτῶ) βγάζω στην ξηρά φορτίο ή επιβάτες πλοίου νεοελλ. 1. (αμτβ.) (για πλοίο) απαλλάσσομαι από το φορτίο μου («το πλοίο δεν ξεφόρτωσε ακόμα») 2. γεν. ξεφορτώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”